Όπως ήδη αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 1, η έρευνα μουσικής πληροφορίας είναι ένα σχετικά νέο ερευνητικό πεδίο. Ωστόσο, στα έτη 2000-2014 ήδη έχει συνεισφέρει πολύτιμες μεθόδους για την (α) ανάκτηση σχετικού με ερώτημα υποσυνόλου τραγουδιών από ένα σύνολο τραγουδιών της τάξης των δεκάδων εκατομμυρίων και (β) την εξόρυξη νέας σημαντικής, μη προφανής και ιδιαίτερα δύσκολης για χειρωνακτική εξαγωγή μουσικής γνώσης.
Οι τελευταίες εξελίξεις στους Η/Υ και τις ψηφιακές τεχνολογίες προσφέρουν αυξημένη επεξεργαστική ικανότητα, φθηνή αποθήκευση δεδομένων τάξης tebibyte, ευρέως διαθέσιμη δικτύωση υψηλής διαμεταγωγής όπως και νέες μεθόδους για υψηλή, σχεδόν μη απωλεστική συμπίεση μουσικών εγγραφών. Επιπλέον, η e-κοινωνική δικτύωση κατά Web προσέφερε στους χρήστες την ευκαιρία να επεκτείνουν το εύρος του ρόλου τους από καταναλωτές σε παραγωγούς με την απλή ανάθεση ετικετών σε μουσικά δεδομένα [52].
Ακολούθως, ένα νέο παράδειγμα νόμιμης μουσικής διάθεσης έκανε την εμφάνισή του, η μεταφόρτωση μουσικής από το διαδίκτυο από υπηρεσίες όπως οι Apple iTunes [45], Napster [48], Amazon [44] καθώς και πολλές άλλες. Οι εξελίξεις αυτές, προσφέρουν την πρωτοφανή δυνατότητα αναζήτησης, εξαγωγής γνώσης και ανάθεσης πληροφορίας χρήστη σε τεράστιες βάσεις δεδομένων μουσικής, όπως αυτές των διαδικτυακών υπηρεσιών που προαναφέρθηκαν, επιτρέποντας έτσι στους χρήστες φιλική και αποδοτική αλληλεπίδραση. Επιπλέον, οι τελικοί χρήστες μπορούν ήδη στις μέρες μας οι τελικοί χρήστες είναι σύνηθες να διαθέτουν σημαντικού όγκου νόμιμες μουσικές συλλογές, η διαχείριση των οποίων επίσης επαφίεται στα ευρήματα της έρευνας μουσικής πληροφορίας.
Η έρευνα μουσικής πληροφορίας, στοχεύοντας την δημιουργία μεθόδων ανάκτησης και εξόρυξης γνώσης από μουσικά δεδομένα για την περαιτέρω υποστήριξη των χρηστών μέσω των διαδικτυακών υπηρεσιών, βασίζεται σε ένα πλήθος αιτημάτων. Στον πυρήνα των αιτημάτων αυτών βρίσκεται η ανάγκη για πειραματισμό σε πραγματικά δεδομένα ώστε να παρουσιαστεί η απόδοση των νέων μεθόδων και να συγκριθεί με ήδη υπάρχουσες ώστε να διαπιστωθεί η πρόοδος. Στην έρευνα μουσικής πληροφορίας η έννοια των μουσικών δεδομένων αναφέρεται σε ηχογραφήσεις, παρτιτούρες, περιγραφικά δεδομένα για τα μουσικά δεδομένα (αναφέρονται συνήθως ως μεταδεδομένα ή metadata) καθώς και δεδομένα που αναφέρονται σε μουσικά δεδομένα συλλεγμένα από διαδικτυακές υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης. Η συνηθέστερη μορφή τέτοιων δεδομένων από διαδικτυακές υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης είναι ετικέτες ελεύθερου κείμενου (γνωστές και ως “tags”) τις οποίες οι χρήστες του κοινωνικού δικτύου αναθέτουν σε πληροφορία σχετική με μουσική, δημιουργώντας έτσι μια συσχέτιση.
Τα μουσικά δεδομένα, στη μορφή ηχογράφησης, παρτιτούρας ή των στοίχων μπορεί να προστατεύονται από νόμους για την πνευματική ιδιοκτησία. Στις περιπτώσεις αυτές, η αναπαραγωγή, εκτέλεση και διαμοιρασμός τους, αναφέροντας μόνο μερικές σχετικές δράσεις, συγκαταλέγονται στις δραστηριότητες που παραμένουν αποκλειστικά στους ιδιοκτήτες των δικαιωμάτων τους. Το ενδιαφέρον είναι πως, ενώ το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας είναι σε γενικές γραμμές εθνικού χαρακτήρα [43], υφίστανται διεθνείς συμβάσεις πνευματικής ιδιοκτησίας που σχηματίζουν ένα διεθνές "δίχτυ προστασίας" των δημιουργών και εκτός της δικής τους χώρας. Ακολούθως, βάσει της σύμβασης Berne [28], της σημαντικότερης πολυεθνικής σύμβασης για τα πνευματικά δικαιώματα που παρέχει δεδομένη ελάχιστη προστασία εντός των χωρών μελών της, τα έργα των δημιουργών προστατεύονται και σε άλλες χώρες σύμφωνα με τις σχετικές εθνικές διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας (Άρθρο 5, [28]).
Στα πλαίσια της προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας, υφίστανται εξαιρέσεις υπερ των χρηστών έργων με κατοχυρωμένη πνευματική ιδιοκτησία οι οποίες πηγάζουν από την ανάγκη για εξισορρόπηση μεταξύ των ιδιοκτητών των πνευματικών δικαιωμάτων και του κοινωνικού καλού [33]. Η σύμβαση Berne επιτρέπει στα μέλη της να παρέχουν εξαιρέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας εφόσον συμμορφώνονται με το τέστ τριών βημάτων της (Άρθρο 9(2), [28]). Οι περισσότερες νομοθεσίες παρέχουν διατάξεις που επιτρέπουν την, υπό προϋποθέσεις, χρήση πνευματικά κατοχυρωμένου υλικού η οποία υπό άλλες συνθήκες θα θεωρείτο παράνομη. Ή νομοθεσίες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασίλειου περιλαμβάνουν την υπεράσπιση “fair use” και “fair dealing” κατ’ αντιστοιχία όπου και οι δύο όροι έχουν την έννοια της "θεμιτής χρήσης".
Οι διαφορές πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν θέματα δημόσιου διεθνούς δικαίου μπορεί να εξελιχθούν ιδιαίτερα επίπονες σε θέματα δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό κανονισμό (EC) αρίθμ. 44/2001, η κύρια αντιμετώπιση είναι ότι ένα πρόσωπο θα πρέπει να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους - μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του (Άρθρο 2, [39]). Ωστόσο, όταν πρόκειται για συμβάσεις, όπως μια συμβατική άδεια παραχώρησης των πνευματικών δικαιωμάτων, τα δικαστήρια του τόπου εκπληρώσεως της εν λόγω υποχρέωσης πιθανώς να έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση (Άρθρο 5(1)(a), [39]). Επιπλέον, λαμβάνοντας κατά νου ότι η παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων μπορεί επίσης να είναι μια αδικοπραξία [33], σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό, ο παραβάτης μπορεί να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός (Άρθρο 5(3), [39]). Γενικότερα, σε περίπτωση αδικοπραξίας, το εφαρμοστέο δίκαιο θα μπορούσε πιθανότατα να είναι το δίκαιο του τόπου όπου η παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων πραγματοποιήθηκε (lex loci delicti) [59].
Το παρόν κεφάλαιο θα επικεντρωθεί στα εξής πρόβλημα: οι ερευνητές μουσικής πληροφορίας χρειάζονται για τη δοκιμή των μεθόδων τους, πραγματικά μουσικά δεδομένα. Έχοντας κατά νου ότι τα μουσικά δεδομένα διέπονται από πνευματικά δικαιώματα και έτσι πολλά δικαιώματα που αφορούν στο χειρισμό αυτών των δεδομένων παραμένουν στους αντίστοιχους ιδιοκτήτες τους, οι ερευνητές χρειάζονται ειδικές νομικές γνώσεις προκειμένου να επιβεβαιώσουν εάν οι ερευνητικές δράσεις τους απαιτούν την άδεια του ιδιοκτήτη των δικαιωμάτων. Αυξάνοντας την πολυπλοκότητα του προβλήματος, τα πνευματικά δικαιώματα εξαρτώνται από το δίκαιο της εκάστοτε χώρας. Καθώς το θέμα υπό εξέταση είναι αρκετά εκτενές, το παρόν κεφάλαιο παρουσιάζει πληροφορίες μόνο σχετικά με το νομικό χαρακτήρα των ενεργειών των ερευνητών μουσικής πληροφορίας που αναφέρονται στη νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων, η αιτιολόγησή της, τα δικαιώματα που αποδίδονται - ηθικό δικαίωμα & οικονομικά πνευματικά δικαιώματα - εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Τι είναι το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, η δικαιολόγησή του και τα δικαιώματα που αποδίδει, τόσο ηθικά όσο και οικονομικά, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου διανοητικής ιδιοκτησίας. Γενικά, είναι ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας που αποδίδεται σε ένα δημιουργό αυθεντικού έργου που στερεί από τους άλλους τη χρήση αυτής της δουλειάς, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη των δικαιωμάτων. Όπως αναφέρεται εμμέσως στην σύμβαση Berne, προστασία δεν χορηγείται στις ιδέες, αλλά μόνο στην αρχική τους έκφραση (Άρθρο 2(1), [28]). Υπάρχουν διάφορες αιτιολογίες όσο αφορά τη λογική στην οποία βασίζεται η χορήγηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως το ότι θα πρέπει ο δημιουργός να κατέχει τους καρπούς της εργασίας του ή η ανάγκη να δοθούν κίνητρα στους δημιουργούς προκειμένου να προκληθεί εμπλοκή τους σε δημιουργικές δράσεις [32].
Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας αποδίδει στο δημιουργό ενός πρωτότυπου έργου μια δέσμη δικαιωμάτων, τόσο ηθικά όσο και οικονομικά. Τα ηθικά δικαιώματα αναφέρονται στην ειδική προσωπική σχέση μεταξύ του έργου και του συγγραφέα και στις φιλικές προς τους συγγραφείς χώρες κατά το αστικό δίκαιο, όπως λ.χ. η Γαλλία, δικαιολογούνται με βάση ότι το έργο αποτελεί το "πνευματικό τέκνο του συγγραφέα" [57]. Τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα να αναγνωρίζεται ο συγγραφέας του έργου και το δικαίωμα αντίθεσης σε οποιαδήποτε υποτιμητική μεταχείριση ενός έργου ή μέρους αυτού (Άρθρο 6bis(1), [28]). Στις χώρες εθιμικού δικαίου, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, το εστιακό ενδιαφέρον αποδίδεται στα οικονομικά δικαιώματα που επιτρέπουν δημιουργούς να ελέγχουν την οικονομική χρήση των έργων τους [57], [41], [56].
Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των ΗΠΑ παρέχει προστασία στις βάσεις δεδομένων, είτε πρόκειται για ηλεκτρονικές ή μη, ως λογοτεχνικά έργα και επίσης, όπως αναφέρεται ρητά στη σχετική πράξη, σε συλλογές, ως κατηγορία που συμπεριλαμβάνει τις βάσεις δεδομένων (Ενότητες 101, 103, [29], [58]). Πνευματικά δικαιώματα ενυπάρχουν σε μια βάση δεδομένων όταν αυτή είναι το αποτέλεσμα πρωτότυπης επιλογής και διάταξης των σχετικών προϋπαρχόντων υλικών ή γεγονότων. Επαναλαμβάνοντας ότι η πρωτοτυπία απαιτεί το έργο που θα δημιουργηθεί να είναι ανεξάρτητο και να περιέχει μια "σπίθα δημιουργικότητας", πνευματικά δικαιώματα παραχωρούνται σε βάσεις δεδομένων δυνάμει των αποφάσεων για την επιλογή, το συντονισμό και την οργάνωση των δεδομένων με ένα επαρκώς πρωτότυπο τρόπο [13]. Τα περιεχόμενα της βάσης δεδομένων είναι πιθανώς ξεχωριστά έργα που φέρουν πνευματικά δικαιώματα ή απλά γεγονότα που δεν απολαμβάνουν προστασία πνευματικών δικαιωμάτων (Ενότητα 103(b)[29]. Ωστόσο, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε μια βάση δεδομένων αφορούν μόνο την αρχική επιλογή και διάταξη και όχι τα δεδομένα [58].
Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου εφαρμόζοντας την οδηγία 96/9/EC σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (στο εξής "οδηγία βάσεων δεδομένων") [14] μέσω του κανονισμού “Copyright and Rights in Databases Regulations 1997” (στο εξής "κανονισμός βάσεων δεδομένων") [15], ταξινομεί μια βάση δεδομένων ως έργο που επιδέχεται κατοχύρωσης πνευματικών δικαιωμάτων στην κατηγορία των λογοτεχνικών έργων (Ενότητα 3(1)(d), “Copyright, Designs and Patents Act” - CDPA [30]). Σύμφωνα με τον ορισμό που προβλέπεται στην ενότητα 3Α(1) του CDPA η οποία είναι μια εφαρμογή του άρθρου 1(2) της "οδηγίας βάσεων δεδομένων", βάση δεδομένων "είναι μια συλλογή ανεξάρτητων έργων, δεδομένων ή άλλων στοιχείων, διατεταγμένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και μεμονωμένα προσιτών με ηλεκτρονικά ή άλλα μέσα". Για παράδειγμα, μια ειδησεογραφική ιστοσελίδα μπορεί να θεωρηθεί ως μια βάση δεδομένων [40], όπως επίσης και μια ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι προφανές πως στον παραπάνω ορισμό συμπεριλαμβάνονται τόσο οι ηλεκτρονικές όσο και οι μη ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων. Ο όρος "ανεξάρτητων έργων" αναφέρεται σε "εννοιολογική ή λογική ανεξαρτησία", που σημαίνει ότι αυτά τα έργα μπορούν να διατηρούν την ίδια έννοια μέσα και έξω από τη συλλογή [31], [40]. Η συστηματική ή μεθοδική διάταξη αναφέρεται στην "εννοιολογική παρουσίαση του περιεχομένου στο χρήστη" [31], [16], ενώ οι μεμονωμένη προσβασιμότητα σημαίνει ότι στη συλλογή του υλικού είναι δυνατή η αναζήτηση και τα περιεχόμενα μπορούν να προβληθούν ως μεμονωμένες οντότητες [31].
Μια βάση δεδομένων επιδέχεται προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων (δικαίωμα βάσης δεδομένων) μόνο για την επιλογή και τη διάταξη του περιεχομένου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού της (Ενότητα 3A(2), [30], ανεξάρτητα από το εάν επιδέχονται προστασίας τα επιμέρους περιεχόμενά της [17], [18]. Ο κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων της βάσης δεδομένων έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα που προβλέπονται στις Ενότητες 17-20 του CDPA καθώς επίσης και του δικαιώματος της προσαρμογής όπως ειδικότερα επισημαίνεται στην Ενότητα 21(3)(a)(ac) [30],[33] και [31].
Επιπλέον, δυνάμει του sui generis δικαιώματος που θεσπίστηκε από την "οδηγία βάσεων δεδομένων" [19], προστασία παρέχεται στο δημιουργό μιας βάσης δεδομένων όχι με βάση την πρωτοτυπία στην επιλογή και τη διάταξη, αλλά λόγω της σημαντικής επένδυσης που επιτελέστηκε για την απόκτηση, έλεγχο ή παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων [19]. Εδώ, πρέπει να τονιστεί πως δεν έχει σημασία για την απόδοση του δικαιώματος της βάσης δεδομένων αν η βάση δεδομένων έχει επίσης την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων ή το περιεχόμενο διακατέχεται από πνευματικά δικαιώματα per se [33]. Ο "κανονισμός βάσεων δεδομένων" παρέχει επεξηγήσεις σχετικά με το δικαίωμα ειδικής φύσης βάσεων του κατασκευαστή βάσεων δεδομένων [20], ενώ σύμφωνα με τις ενότητές του 16(1) και (2), ο κατασκευαστής της βάσης δεδομένων έχει το δικαίωμα να περιορίσει τους άλλους να εξάγουν και να επανα-χρησιμοποιήσουν ουσιώδη μέρη του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καθώς επίσης και να μην πράξουν τα ίδια σε επουσιώδη μέρη της βάσης με επαναλαμβανόμενο και συστηματικό τρόπο.
Όσο αφορά τη μουσική, η νομοθεσία των ΗΠΑ διακρίνει δύο διαφορετικούς τύπους έργων που επιδέχονται κατοχύρωση πνευματικών δικαιωμάτων, (α) τα μουσικά έργα που αναφέρονται στη μουσική και τους στίχους (Ενότητα 102(a)(2), [29]) και (β) τις ηχογραφήσεις μουσικών έργων που αναφέρονται σε μια καταγεγραμμένη έκδοση ενός μουσικού έργου (Ενότητα 102(a)(7), [29]).
Και οι δύο προαναφερθέντες τύποι έργων οφείλουν να καλύψουν το κριτήριο της πρωτοτυπίας για να μπορούν να επιδέχονται κατοχύρωση πνευματικών δικαιωμάτων κατά το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, το μουσικό έργο πρέπει να είναι πρωτότυπη έκφραση της μουσικής και των στίχων (Ενότητα 102(a)(2), [29]). Το κριτήριο της πρωτοτυπίας απαιτεί κάθε έργο να έχει δημιουργηθεί ανεξάρτητα, δηλαδή να μην είναι αντικείμενο αντιγραφής από άλλο δημιουργό και να διαθέτει μια μικρή ποσότητα της δημιουργικότητας [13]. Οι ηχογραφήσεις μουσικών έργων είναι εκ φύσεως πρωτότυπες εξαιτίας των δημιουργικών επιλογών που κάνουν κατά την ηχογράφηση οι εκτελεστές, οι μηχανικοί του ήχου και οι παραγωγοί [36]. Επιπλέον, ένα πρωτότυπο μουσικό έργο πρέπει να είναι παγιωμένο, δηλαδή πρέπει να έχουν καταγραφεί οι νότες του ή να έχει ηχογραφηθεί η εκτέλεσή του (Ενότητα 102(a), [29]). Μια ηχογράφηση ενός μουσικού έργου καλύπτει εξ ορισμού το κριτήριο της παγίωσης εφόσον οι αποφάσεις που πάρθηκαν για την ηχογράφηση μπορούν να θεωρηθούν επαρκώς πρωτότυπες [36].
Λεπτομερέστερα, ο ιδιοκτήτης των δικαιωμάτων του μουσικού έργου έχει τα αποκλειστικά οικονομικά δικαιώματα (1) για την αναπαραγωγή του προστατευόμενου έργου σε αντίγραφα ή ηχητικές εγγραφές και να εγκρίνει τέτοιες αναπαραγωγές (Ενότητα 106(1), [29]), (2) να δημιουργήσει και να επιτρέψει τη δημιουργία των παραγώγων έργων με βάση το κατοχυρωμένο έργο (Ενότητα 106(2), [29]), (3) να διανέμει αντίγραφα ή ηχητικές εγγραφές του προστατευόμενου έργου στο κοινό και να εγκρίνει τέτοιου είδους διανομές, με πώληση ή άλλη μεταβίβαση της κυριότητας ή με μίσθωση, εκμίσθωση ή δανεισμός (Ενότητα 106(3), [29]), (4) να εκτελεί δημοσίως το μουσικό έργο και να επιτρέπει τη δημόσια εκτέλεση του έργου (Ενότητα 106(4), [29]), και (5) να παρουσιάζει δημοσίως το έργο και να επιτρέπει σε άλλους να το πράξουν (Ενότητα 106(5), [29]). Όσο αφορά τις ηχητικές εγγραφές, στον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων επίσης χορηγείται βάσει των προαναφερθέντων δικαιώματα που απορρέουν από τις περιπτώσεις (1), (2), (3) και σε αντίθεση με τις (4) και (5), μόνο το δικαίωμα να εκτελεί δημοσίως το έργο με τη βοήθεια της ψηφιακής μετάδοσης ήχου και να εξουσιοδοτεί άλλους να το πράξουν (Ενότητα 106(6), [29]).
Στη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας αποδίδονται στον δημιουργό ενός πρωτότυπου μουσικού έργου, όπου το μουσικό έργο ορίζεται ως έργο που περιέχει μουσική αλλά δεν περιέχει "λέξεις ή δράσεις που προορίζονται για τραγούδισμα, προφορά ή εκτέλεση με την μουσική" (Ενότητα 3(1)(d), [30]). Ακολούθως, οι στίχοι ενός τραγουδιού επιδέχονται προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων ξεχωριστά ως αντικείμενο λογοτεχνικού έργου. Όπως και στην νομοθεσία των ΗΠΑ, το κάθε έργο πρέπει να είναι καταγεγραμμένο, λ.χ. σε παρτιτούρα ή με όποια άλλη μέθοδο ώστε να υφίστανται τα πνευματικά δικαιώματα (Ενότητα 3(2), [30]). Το κριτήριο της πρωτοτυπίας στην προκείμενη περίπτωση απαιτεί το μουσικό έργο να είναι το αποτέλεσμα των δεξιοτήτων, εργασίας και κρίσης του δημιουργού [21], [22], [23] και να μην είναι αντιγραμμένο από άλλο έργο, δηλαδή πρέπει να είναι ανεξάρτητη εργασία του δημιουργού [24]. Στην περίπτωση που το μουσικό έργο είναι ηχογραφημένο, η προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων καλύπτει και τον παραγωγό της ηχογράφησης. Παρότι, στην περίπτωση της ηχογράφησης δεν απαιτείται το κριτήριο της πρωτοτυπίας, πνευματικά δικαιώματα δεν αποδίδονται για ηχογραφήσεις έργων που είναι απλές αντιγραφές άλλων έργων (Ενότητα 1(1)(b), [30]).
Ο ιδιοκτήτης του πνευματικά κατοχυρωμένου έργου, άσχετα αν αυτό είναι μουσικό έργο (κατά τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου) ή ηχογράφηση, έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να κάνει και εξουσιοδοτεί άλλους να κάνουν τις ακόλουθες πράξεις (Ενότητες 16(1)-(2), [30]): (1) αντιγραφή του έργου (Ενότητα 16(1)(a), [30]), (2) διανομή αντιγράφων του έργου στο κοινό (Ενότητα 16(1)(b), [30]), (3) ενοικίαση ή δανεισμό του έργου στο κοινό (Ενότητα 16(1)(ba), [30]), (4) εκτέλεση και παρουσίαση του έργου στο κοινό (Ενότητα 16(1)(c), [30]), (5) ανακοίνωση του έργου στο κοινό (Ενότητα 16(1)(d), [30]), καθώς επίσης μόνο για το μουσικό έργο (6) να κάνει προσαρμογή του ή όποιο από τα παραπάνω δικαιώματα σε σχέση με προσαρμογή του έργου (Ενότητα 16(1)(e), [30]).
Η πρόσβαση στο μουσικό περιεχόμενο αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την έρευνα μουσικής πληροφορίας. Έτσι, η ενότητα αυτή περιέχει λεπτομέρειες όσο αφορά τη νομοθεσία για τις τεχνικές πρόσβασης στα μουσικά δεδομένα από ερευνητές του τομέα της μουσικής πληροφορίας με στόχο την εφαρμογή των μεθόδων του ερευνητικού πεδίου στα δεδομένα αυτά.
Η πρόσβαση στις ροές δεδομένων (streaming data) της υπηρεσίας You-Tube υπονοεί εμμέσως την αποδοχή των Όρων της Υπηρεσίας (ΌτΥ, Terms of Service, ToS)11https://www.youtube.com/t/terms. Με στόχο την προστασία των δεδομένων που υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα, όπως εικόνες ή μουσική, που είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της υπηρεσίας, η YouTube διαθέτει αρκετές διατάξεις στους όρους που παρουσιάζουν κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση και να χρησιμοποιήσει την υπηρεσία (για ορισμό της "υπηρεσίας" βλ. 1.1, ToS) και τα περιεχόμενά της, όπου το περιεχόμενο αναφέρεται κυρίως σε υλικό που υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα (για ορισμό του "περιεχόμενου" βλ. 1.4, ToS).
Ειδικότερα, οι χρήστες που μεταφορτώνουν τις πρωτότυπες εργασίες τους στην υπηρεσία διατηρούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας στην εργασία τους (7.2, ToS), ενώ παρέχουν στους χρήστης της YouTube "παγκόσμια, μη αποκλειστική, άνευ καταβολής δικαιωμάτων άδεια πρόσβασης στο περιεχόμενο μέσω της υπηρεσίας, καθώς και άδεια χρήσης, αναπαραγωγής, αναδιανομής, δημιουργίας παράγωγων έργων, έκθεσης και παρουσίασης του εν λόγω περιεχομένου, στο βαθμό που επιτρέπεται από τις λειτουργίες της υπηρεσίας και σύμφωνα με τους όρους" (8.1.B, ToS). Επιπλέον, κάθε χρήστης συμφωνεί να μην "αντιγράφει, αναπαράγει, διανέμει, μεταδίδει, εκθέτει, πωλεί, παρέχει άδεια χρήσης ή άλλως να εκμεταλλεύεται οποιοδήποτε περιεχόμενο για άλλους σκοπούς χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση της YouTube ή των αντίστοιχων κατόχων άδειας χρήσης του περιεχομένου" (5.1.M, ToS). Ακόμα, όπου δεν παρέχεται η αντίστοιχη λειτουργικότητα από την YouTube, δεν επιτρέπεται η διανομή οποιουδήποτε μέρους ή μερών του περιεχομένου σε οποιοδήποτε μέσο χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση της YouTube (5.1.A, ToS). Τέλος, χρήση του περιεχόμενου πρέπει να είναι προσωπική, μη εμπορική και αποκλειστικά για σκοπούς αναμετάδοσης περιεχομένου μέσω ροών δεδομένων (5.1. L, ToS). Ακολούθως, είναι προφανές πως ένας χρήστης της YouTube μπορεί να απολαύσει ένα μουσικό κομμάτι που παρέλαβε με ροή δεδομένων αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει αντίγραφό του σε έναν Η/Υ και να το διανείμει χωρίς τη συγκατάθεση της YouTube ή των αντίστοιχων κατόχων άδειας χρήσης του.
Όσο αφορά τις υπηρεσίες της YouTube για προγραμματιστές22https://developers.google.com/youtube/terms, το Πρωτόκολλο Διεπαφής Εφαρμογών (ΠΔΕ, Application Protocol Interface - API) παρέχει για υψηλού βαθμού τεκμηρίωσης μεθόδους προγραμματισμού Η/Υ, προκειμένου για τους προγραμματιστές να έχουν πρόσβαση σε συγκεκριμένες λειτουργίες και το περιεχόμενο της YouTube. Έτσι, με τη χρήση τέτοιων μεθόδων, εγγεγραμμένοι χρήστες μπορούν να έχουν άμεση πρόσβαση στο πλήρες μουσικό περιεχόμενο των βίντεο μέσω ροών δεδομένων έξω από το σύνηθες περιβάλλον της παροχής περιεχομένου της YouTube, δηλαδή μιας διαδικτυακής διεπαφής - ιστοσελίδας. Επιπλέον, το πρωτόκολλο ροής δεδομένων RTSP που χρησιμοποιείται από τη YouTube σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αρκετά σύνηθες και διαθέτει δημόσια διαθέσιμη τεκμηρίωση 33https://www.ietf.org/rfc/rfc2326.txt, αυξάνοντας έτσι την ευκολία προσαρμοσμένης πρόσβαση στο περιεχόμενο που παρέχει η YouTube.
Σύμφωνα με τους όρους της υπηρεσίας που απευθύνονται ειδικώς στους προγραμματιστές, η χρήση των ΠΔΕ (API ToS), κάθε πνευματικό δικαίωμα στο περιεχόμενο της YouTube πρέπει να γίνεται σεβαστό, υποδηλώνοντας πως οι προγραμματιστές δεν πρέπει να προβούν, χωρίς την ανάλογη έγκριση, σε δράσεις που παραβιάζουν τα αποκλειστικά πνευματικά δικαιώματα του ιδιοκτήτη ή προωθούν τέτοιες πράξεις (II. 12, API ToS). Για παράδειγμα, οι προγραμματιστές δεν επιτρέπεται να διευκολύνουν ή να δημιουργήσουν λειτουργικότητα προσβάσιμη στους χρήστες που θα επιτρέπει "την αποθήκευση αντιγράφων οπτικοακουστικού περιεχόμενου της YouTube" (II. 11, API ToS) ή "την πώληση, ενοικίαση, δανεισμό, μετάδοση, επαναδιανομή ή την υπενοικίαση σε οποιοδήποτε τρίτο μέρος μέρος ή όλο το ΠΔΕ της YouTube ή των δεδομένων του ΠΔΕ" (II. 4, API ToS). Η εμπορική εκμετάλλευση οποιουδήποτε οπτικοακουστικού περιεχόμενου της YouTube μέσω πώλησης είναι επίσης απαγορευμένη εκτός της περίπτωσης που έχει δοθεί ρητή έγγραφη έγκριση από την YouTube (I. 2, API ToS).
Εμφανώς, η πρόσβαση σε μουσικά δεδομένα μέσω της YouTube προσανατολίζεται, στα πλαίσια των τρεχόντων ΌτΥ, στη δυνατότητα ακρόασης καταγεγραμμένων ήχων μουσικής σύνθεσης σε ιδιωτικό περιβάλλον (σπίτι), ενώ κάθε άλλη χρήση, λ.χ. η αναμετάδοση της ηχητικής καταγραφής, πιθανώς εμπίπτει σε παράνομη χρήση καταπάτησης πνευματικών δικαιωμάτων εφόσον δεν υπάρχει πρότερη έγγραφη έγκριση της YouTube ή των δικαιοπάροχών της.
Παρόμοια με το ΠΔΕ της YouTube, το ΠΔΕ συνεργατών της iTunes Affiliate44https://www.apple.com/itunes/affiliates/resources/documentation/itunes-store-web-service-search-api.html προσφέρει τεκμηριωμένες προγραμματιστικές μεθόδους για την πρόσβαση στο περιεχόμενο της εν λόγω υπηρεσίας. Σε αυτή την περίπτωση, το παρεχόμενο περιεχόμενο είναι μια προεπισκόπηση 30 δευτερολέπτων του πλήρους περιεχόμενου που παρέχεται από την επί πληρωμή υπηρεσία. Ο συνήθης τύπος αρχείου που παρέχεται από την υπηρεσία, m4a, είναι εξ αρχής σχεδιασμένος για διάθεση δίκτυα Η/Υ με μορφή ροής σε οποιοδήποτε Η/Υ πελάτη που υποστηρίζει τον τύπο αυτό.
Ο κύριος στόχος της υπηρεσίας αυτής είναι η παροχή στους συνεργάτες της δυνατότητας για παροχή προωθητικού περιεχόμενου, λ.χ. προεπισκοπήσεις τραγουδιών ή/και μουσικών video, ώστε να διαφημιστεί το ίδιο το περιεχόμενο. Μεταξύ των πολλών συνθηκών, που ισχύουν στις περιπτώσεις αυτές, όταν το "προωθητικό περιεχόμενο" αποτελείται από τραγούδια, επιτρέπεται η διάθεσή του μόνο ως ροή και όχι ως αρχείο προς μεταφόρτωση, αποθήκευση, πρόχειρη αποθήκευση ή συγχρονισμό με video. Εμφανώς, η επιλογή του "προωθητικού περιεχόμενου" συνοδεύεται από ρητούς κανόνες χρήσης.
Τα μουσικά έργα, στα πλαίσια της ΕΜΠ, γενικότερα αναφέρονται σε παρτιτούρες, ηχητικές καταγραφές μουσικής, στίχους, τα μεταδεδομένα των μουσικών κομματιών αλλά και εμμέσως στις ετικέτες που ανατίθενται/συσχετίζονται με μουσικά κομμάτια. Καθένα από αυτά τα στοιχεία προστατεύεται από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Η χρήση οποιουδήποτε από αυτά στην ΕΜΠ θέτει τον ερευνητή σε πιθανή καταπάτηση μέρους ή όλων των δικαιωμάτων που διαθέτει ο κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, τα νομικά πλαίσια συνήθως διαθέτουν εξαιρέσεις και περιορισμούς στο εύρος των δικαιωμάτων τον ιδιοκτητών των πνευματικών δικαιωμάτων. Η υποβόσκουσα λογική των εξαιρέσεων και περιορισμών αυτών είναι η υποστήριξη της ισορροπίας μεταξύ της ελεύθερης ροής πληροφορίας στο ευρύ κοινό και του κινήτρου για παρακινήσει τους δημιουργούς στην εμπλοκή τους σε πνευματική δραστηριότητα.
Ακολούθως, οι εξαιρέσεις και περιορισμοί αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους παραβάτες ερευνητές ως υπεράσπιση όταν κλιθούν να απολογηθούν σε δικαστήριο για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων. Η βασική ερώτηση που αφορά τους ερευνητές της ΕΜΠ είναι λοιπόν εάν η χρήση των μουσικών δεδομένων στα πλαίσια της έρευνάς τους καταπατά την προστασία πνευματικών δικαιωμάτων που προσφέρεται στον ιδιοκτήτη τους. Στην περίπτωση αυτή το ενδιαφέρον μεταφέρεται στο εάν η ερευνητική χρήση μπορεί να καταταχθεί στα πλαίσια των εξαιρέσεων και περιορισμών που παρέχονται από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας και αν είναι κατά συνέπεια υποστηρίξιμη.
Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α. περιλαμβάνει εξαιρέσεις, γνωστές ως "δίκαιη χρήση" (“fair use”, Ενότητα 107 [29]), που επιτρέπουν τη λελογισμένη χρήση υλικού που υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη των δικαιωμάτων [34]. Η αντίστοιχη έννοια της "δίκαιης χρήσης" στο δίκαιο του Η. Βασιλείου φέρει παρόμοιο τίτλο, “fair dealing”. Ακολούθως, και οι δύο εξαιρέσεις, “fair use” και “fair dealing”, χρησιμεύουν ως υπεράσπιση σε περίπτωση κατηγοριών για καταπάτηση πνευματικών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α, η εξαίρεση “fair use” μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υπεράσπιση σε ευρή πλαίσιο περιστάσεων όπως λ.χ. η κριτική, ο σχολιασμός και η έρευνα. Ωστόσο, δεν υπάρχει σαφής και κατά συνέπεια ασφαλής ορισμός του ποια χρήση μπορεί να θεωρηθεί πως εμπίπτει στην “fair use” και κάθε περίπτωση κρίνεται βάσει των δικών της χαρακτηριστικών [47]. Σύμφωνα με τον πρώτο παράγοντα που αναφέρει το εν λόγω δίκαιο, το δικαστήριο κρίνει βάσει του στόχου και του χαρακτήρα της χρήσης. Ακολούθως, όσο περισσότερο μετασχηματιστικός είναι ο ρόλος της χρήσης, τόσο περισσότερο είναι πιθανό να μπορεί να καταταχθεί η χρήση στο πλαίσιο της “fair use”. Επιπλέον, όσο περισσότερο επιχειρηματικός είναι ο στόχος της χρήσης, τόσο λιγότερο είναι πιθανό είναι να θεωρηθεί “fair use”. Φυσικά, στην κρίση συνήθως συνεισφέρουν παράγοντες όπως η φύση του υλικού με τα πνευματικά δικαιώματα, το εύρος και η σημαντικότητα του υλικού που χρησιμοποιήθηκε αλλά και οι συνέπειες στην πιθανή αγορά ή/και την αξία του υλικού. Εάν η χρήση οδηγεί σε ανταγωνιστικό προϊόν ή μειώνει την αξία της αγοράς του υλικού καλύπτεται από πνευματικά δικαιώματα και χρησιμοποιήθηκε, τότε είναι πολύ πιθανό η χρήση να μη θεωρηθεί στα πλαίσια της “fair use”. Τέλος, όσο αφορά την ποσότητα και την ποιότητα, του υλικού που χρησιμοποιήθηκε, δεν υπάρχουν σαφή πλαίσια που να καθοδηγούν στο πόσο υλικό επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί.
Παρόμοια, η εξαίρεση “fair dealing” επιτρέπει μερικές χρήσεις υλικού που υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα χωρίς την έγκριση του ιδιοκτήτη υπό προϋποθέσεις. Αντίθετα με το νόμο των Η.Π.Α, η “fair dealing” επιτρέπεται για ρητά προσδιορισμένες χρήσεις: την έρευνα ή ιδιωτική μελέτη (Ενότητα 29, [30]), κριτική ή ανασκόπηση (Ενότητα 30(1), [30]) και την αναφορά τρεχόντων νέων (Ενότητα 30(2), [30]). Στη συνέχεια, στη διαδικασία κρίσης για το εάν η χρήση “dealing” ήταν δίκαιη λαμβάνονται κατά νου πολλοί παράγοντες όπως η μέθοδος με την οποία αποκτήθηκε το υλικό, η ποσότητά του που χρησιμοποιήθηκε, η ύπαρξη ή μη οικονομικού κινήτρου αλλά και η προκατάληψη εναντίων του ιδιοκτήτη των δικαιωμάτων [35]. Απουσία ορισμού για την “fair dealing” στο εν λόγω δίκαιο οι προαναφερθέντες παράγοντες παρέχονται ενδεικτικά από τα δικαστήρια και δεν παρέχεται, από τα ίδια δικαστήρια, καμία διασφάλιση όσο αφορά του ποια χρήση μπορεί να καταταχθεί ως "δίκαιη". Ακολούθως, και πάλι, κάθε περίπτωση κρίνεται βάσει των δικών της χαρακτηριστικών και δεδομένων. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η παρουσίαση ακαδημαϊκών αποτελεσμάτων σε περιοδικό (ή συνέδριο): όταν περιλαμβάνει μέρη εργασίας άλλων ερευνητών με στόχο την κριτική τους (ακαδημαϊκή πρόοδος), τότε είναι προφανές πως η χρήση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως “fair dealing” όταν ο όγκος του ξένου υλικού είναι δυσανάλογος των κριτικών σχολίων [33]. Το δίκαιο του Η. Βασιλείου, συνδέει επίσης τη θεώρηση χρήσης ως “fair dealing” με την παροχή επαρκούς αναφοράς στην αρχική πηγή του χρησιμοποιούμενου ξένου υλικού (Ενότητες 29(1),30(1)-(2),178, [30]). Όσο αφορά της ηχητικές καταγραφές, το εν λόγω δίκαιο δεν παρέχει την “fair dealing” για ακαδημαϊκή χρήση ή για ιδιωτική μελέτη, ενώ την παρέχει για κριτική, ανασκόπηση, και την αναφορά τρεχόντων νέων (Ενότητες 29(1),30(1)-(2), [30]).
Τα Σχήματα 2.1 και 2.2 παρουσιάζουν διαγράμματα ροής με τα βήματα που πρέπει να έχει κανείς κατά νου ώστε να κατηγοριοποιήσει τη χρήση υλικού που υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα σύμφωνα με το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας του Η. Βασιλείου και των Η.Π.Α. αντίστοιχα. Παρά την ηθελημένη απλούστευση των Σχημάτων 2.1 και 2.2, η διαδικασία που περιγράφουν παρουσιάζει αφηρημένα τη συνολική δράση που απαιτείται για τον προσδιορισμό της νόμιμης χρήσης μουσικής πληροφορίας σύμφωνα με το αντίστοιχο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Στο πλαίσιο αναφοράς των Σχημάτων, οι ετικέτες "νόμιμη χρήση" αναφέρονται σε χρήση που έχει εγκριθεί από τον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων ή μη παράνομη χρήση, "παράνομη χρήση" αναφέρονται σε χρήση που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα και "δημόσια" αναφέρονται σε υλικό που δεν υπόκειται σε πνευματική ιδιοκτησία ή τα πνευματικά του δικαιώματα έχουν λήξει.
Κάθε δράση της ΕΜΠ, μπορεί να αναλυθεί σε ένα σύνολο στοιχειωδών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια των δράσεων. Καθώς η νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας αναφέρεται μόνο σε γενικευμένες υψηλού επιπέδου δράσεις, στην Ενότητα αυτή κάθε μια από τις συνήθεις στοιχειώδεις διαδικασίες που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια πολύπλοκων ΕΜΠ δράσεων αντιστοιχίζεται με στοιχειώδεις υψηλού επιπέδου δράσεις όπως περιγράφονται στη νομοθεσία ώστε να είναι εφικτός ο σχολιασμός της νομιμότητας των δράσεων της ΕΜΠ.
Μια από τις βασικότερες δραστηριότητες με την οποία σχεδόν όλες οι πολύπλοκες δράσεις της ΕΜΠ ξεκινούν είναι η πρόσβαση σε μουσικά δεδομένα στα οποία οι αλγόριθμοι θα εκτελεστούν. Τα δεδομένα αυτά, ακολουθώντας τη κατηγοριοποίηση της Ενότητας 1.3 χωρίζονται στους εξής τύπους: καταγραφές ήχων μουσικής εκτέλεσης (ηχογραφήσεις), συμβολικά δεδομένα συνήθως σε δυτικού τύπου μουσική σημειογραφία ή παρτιτούρα, στίχους μουσικών έργων και ετικέτες που έχουν ανατεθεί από χρήστες εικονικών κοινωνικών δικτύων σε μουσική πληροφορία.
Τόσο το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α. όσο και του Η. Βασιλείου προσφέρουν προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας σε μουσική πληροφορία τύπου καταγραφής εκτέλεσης, παρτιτούρας και στίχων εφόσον καλύπτεται η προαπαιτούμενη προϋπόθεση όσο αφορά το επίπεδο πρωτοτυπίας σύμφωνα με τις διατάξεις των δικαίων (βλ. Ενότητα 2.1.2). Στους ιδιοκτήτες των πνευματικών δικαιωμάτων του μουσικού υλικού παραχωρείται το αποκλειστικό δικαίωμα εκτέλεσης ή παραχώρησης τρίτων για εκτέλεση όλων των δραστηριοτήτων που προβλέπει ο νόμος (Ενότητα 106, [29], Ενότητα 16, [30]). Η μη εγκεκριμένη εκτέλεση οποιασδήποτε αυτών των δραστηριοτήτων πιθανώς οδηγεί σε παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων. Η πρόσβαση στα μουσικά δεδομένα δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα παράνομων δραστηριοτήτων, όπως ο παράνομος διαμοιρασμός αρχείων σε ομότιμα δίκτυα. Η πρόσβαση σε μουσικά δεδομένα μέσω αγοράς τους ή ως δώρα αποτελούν συνήθη παραδείγματα νόμιμης πρόσβασης που δεν καταπατούν τα πνευματικά δικαιώματα του ιδιοκτήτη των δεδομένων. Όπως ήδη αναφέρθηκε στην Ενότητα 2.2, η χρήση υλικού που υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα, παρότι αρχικά μπορεί να θεωρηθεί πως καταπατά την προστασία πνευματικών δικαιωμάτων που παρέχεται στον ιδιοκτήτη τους, είναι πιθανό να μπορεί να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων της εύλογης παραβίασης “fair use/fair dealing”. Ωστόσο, η έρευνα που επαφίεται στις εξαιρέσεις αυτές για τη νόμιμη πρόσβαση σε υλικό που υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα πρέπει να γίνεται με τη δέουσα επιφυλακτικότητα.
Πρέπει να τονιστεί ότι τα έργα που υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα, προστατεύονται και στο διαδικτυακό κόσμο. Η μεταφόρτωση μουσικής πληροφορίας από το διαδίκτυο χωρίς την άδεια του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων πολύ πιθανώς συνεπάγεται σε παράβαση, δεδομένου ότι ένα αντίγραφο ενός τραγουδιού είναι αποθηκευμένο σε μνήμη Η/Υ. Δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ένα έργο που διατίθεται στο διαδίκτυο παρέχεται με έμμεσα υπονοούμενη έγκριση χρήσης όσο αφορά τα πνευματικά δικαιώματα [53]. Τέλος, σύμφωνα τη νομοθεσία του Η. Βασιλείου, η μεταφορά μουσικών δεδομένων που αποκτήθηκαν νόμιμα σε άλλο αποθηκευτικό μέσο, ειδικότερα καταγραφών μουσικών εκτελέσεων, χωρίς έγκριση αποτελεί στη γενική περίπτωση παράβαση ενώ η μεταφορά αποθηκευτικού μέσου είναι νόμιμη όταν επιτρέπεται ρητά ή υπονοείται σαφώς στους όρους αγοράς [43], [37]. Κατά συνέπεια, η μη εξουσιοδοτημένη αντιγραφή ενός αγορασμένου CD στο σκληρό δίσκο Η/Υ για τους σκοπούς της απόκτησης ψηφιοποιημένων μουσικών δεδομένων διέπεται από τους όρους που καθορίζονται από τον κάτοχο των πνευματικών δικαιωμάτων, που συνήθως βρίσκονται στο κάλυμμα ή την τυπωμένη πλευρά του CD. Σύμφωνα με την νομοθεσία των Η.Π.Α., οι καταναλωτές επιτρέπεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αντιγράψουν ηχογραφήσεις για προσωπική (μη εμπορική) χρήση, ενώ αυτή η διάταξη δεν εφαρμόζεται όταν γίνεται χρήση ενός Η/Υ ή μιας συσκευής mp3 για την αντιγραφή (Ενότητα 1008, Audio Home Recording Act [29], [47]).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα δεδομένα που έχουν διαθέσιμα οι ερευνητές της ΕΜΠ δεν είναι ψηφιακά και κατά συνέπεια απαιτούν ψηφιοποίηση για την περαιτέρω επεξεργασία τους. Συνήθη παραδείγματα είναι η μετατροπή ηχογραφήσεων αναλογικής καταγραφής σε ψηφιακή και η μετατροπή έντυπων παρτιτούρων σε ψηφιακά αρχεία που περιέχουν εντολές του τι πρέπει να εκτελεστεί. Όσο αφορά τα μεταδεδομένα και τους στίχους, η πληροφορία τους συνήθως απαιτεί χειρωνακτική εισαγωγή (δακτυλογράφηση) ή μεθόδους οπτικής αναγνώρισης χαρακτήρων για να μετατραπούν σε επεξεργάσιμο κείμενο. Τέλος, οι ετικέτες μπορούν να θεωρηθούν, για τη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ως πληροφορία που προκύπτει από διαδικτυακές δραστηριότητες που είναι εγγενώς ψηφιακές, και ακολούθως δεν απαιτούν κάποια μετατροπή.
Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α. αποδίδει στον ιδιοκτήτη πνευματικών δικαιωμάτων το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής και έγκρισης αναπαραγωγής του προστατευόμενου υλικού (Ενότητα 106(1), [29]). Η μη εγκεκριμένη αντιγραφή υλικού σε διαφορετικό μέσο όπως λ.χ. η ψηφιακή αντιγραφή ενός αναλογικού έργου αποτελεί καταπάτηση του δικαιώματος αναπαραγωγής του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου. Ακολούθως, η ψηφιοποίηση παρτιτούρας τραγουδιού με χρήση σαρωτή (scanner) αποτελεί αναπαραγωγή της παρτιτούρας που υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα [55]. Όσο αφορά τις ηχογραφήσεις, η αντιγραφή τους σε αρχεία ή η ψηφιοποίησή τους από αναλογικές καταγραφές, όπως λ.χ. η διαδικασία “ripping” ενός CD σε αρχεία mp3 [51], εμπεριέχει το δικαίωμα του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων να ελέγχει την αναπαραγωγή του υλικού και να εγκρίνει ή όχι όποια αντιγραφή και ακολούθως απαιτεί έγκριση (Ενότητα 114(b), [29]). Εδώ πρέπει να τονιστεί πως η ακρόαση μιας ηχογράφησης συνεπάγεται την αναπαραγωγή του μουσικού έργου που περιέχει και κατά συνέπεια ίσως απαιτεί άδεια από τον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου.
Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας του Η. Βασιλείου θεωρεί επίσης πως η μετατροπή ενός έργου σε ψηφιακή μορφή αποτελεί αναπαραγωγή του προστατευόμενου έργου και απουσία έγκρισης συνεπάγεται παράβαση του δικαιώματος αναπαραγωγής του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων [35]. Ακολούθως, η σάρωση μιας παρτιτούρας ή των στίχων και η αποθήκευσή τους σε ψηφιακά αρχεία αποτελεί αναπαραγωγή, κατά τα πνευματικά δικαιώματα, του μουσικού και λογοτεχνικού έργου αντίστοιχα. Στο προκείμενο δίκαιο, η σάρωση καταπατά και τα δικαιώματα του εκδότη στην τυπογραφική διάταξη της δημοσιευμένης μορφής του προστατευόμενου έργου [35]. Όσο αφορά της ηχογραφήσεις, η μετατροπή ενός CD σε αρχεία mp3 συνεπάγεται την αντιγραφή της ηχογράφησης και συνεπώς απαιτεί έγκριση.
Η διαδικασία δημιουργίας αντιγράφων εδώ χωρίζεται σε δύο διακριτές κατηγορίες ανάλογα με το εάν αυτά προκύπτουν κατ’ επιθυμία του χρήστη ή εάν η εν λόγω αντιγραφή είναι απαραίτητη για κάποια άλλη διαδικασία. Έτσι, τα αντίγραφα που προκύπτουν ακούσια λόγω απαίτησης άλλων μεθόδων, όπως τα αντίγραφα της κρυφής μνήμης (cache copies) αναφέρονται ως προσωρινά αντίγραφα. Αντίθετα, τα αντίγραφα που γίνονται με στόχο τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων ή ενός συνόλου δεδομένων θεωρούνται ως μόνιμα αντίγραφα.
Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α. απαγορεύει τη μη εγκεκριμένη αναπαραγωγή προστατευόμενων έργων (Ενότητα 106(1), [29]). Τα ακριβή ή έστω και "επαρκώς όμοια" αντίγραφα πιθανώς παραβιάζουν το δικαίωμα αναπαραγωγής του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων [50]. Ακολούθως, τα μόνιμα αντίγραφα μουσικών έργων και ηχογραφήσεων όπως οι φωτοτυπίες παρτιτούρας, τα αρχεία mp3 σε Η/Υ που περιέχουν μουσικά έργα και η αντιγραφή CD παραβιάζουν τα πνευματικά δικαιώματα των αντίστοιχων πρωτότυπων έργων. Η ακρόαση μιας ηχογράφησης συνεπάγεται την αναπαραγωγή του μουσικού έργου που περιέχει. Συνεπώς, η αντιγραφή μιας ηχογράφησης επίσης απαιτεί άδεια από τον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων του μουσικού έργου εάν αυτό δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα (public domain), δηλαδή να μην έχει λήξει η προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού [54]. Όσο αφορά τα προσωρινά αντίγραφα προστατευόμενων έργων, όπως λ.χ. τα αντίγραφα που περιέχουν οι μνήμες RAM ή/και cache, παραμένει ασαφές κατά πόσον το δικαίωμα αναπαραγωγής παραβιάζεται, αν και ορισμένα δικαστήρια των Η.Π.Α. θεωρούν ότι πράγματι υφίσταται παραβίαση [25], [47].
Η μη εγκεκριμένη αναπαραγωγή προστατευόμενου υλικού παραβιάζει το δικαίωμα αναπαραγωγής του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων και κατά το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας του Η. Βασιλείου. Η δημιουργία μόνιμων, τυχαίων, προσωρινών ή μεταβατικών αντιγράφων προστατευόμενου έργου συνεπάγεται παραβίαση (Ενότητα 17(6), [30]). Συνεπώς, η αντιγραφή παρτιτούρας ή στίχων εντός τραγουδιού συνεπάγεται με παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων του μουσικού και λογοτεχνικού έργου, αντίστοιχα. Επιπλέον, η αποθήκευση μερών μιας ηχογράφησης σε Η/Υ παραβιάζει το δικαίωμα αναπαραγωγής του παραγωγού ηχογράφησης, του τραγουδοποιού και του στιχουργού. Όσο αφορά τη δημιουργία προσωρινών αντιγράφων τα οποία είναι μεταβατικά ή εκούσια, το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας του Η. Βασιλείου εφαρμόζει την ενότητα 28A του CDPA της Οδηγίας της Κοινωνίας της Πληροφορίας (Information Society Directive) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Άρθρα 2, 5(1), [26]), υποδεικνύοντας ότι ορισμένες πράξεις προσωρινού χαρακτήρα μπορεί να μην αποτελούν παραβίαση υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές αναφέρονται στα μεταβατικά ή εκούσια αντίγραφα η δημιουργία των οποίων είναι εγγενές μέρος της τεχνολογικής διαδικασίας με μόνο στόχο τη μετάδοση σε δίκτυο αλλά και άλλες νόμιμες χρήσεις (Άρθρο 5(1), [26]). Ένα επεξηγηματικό παράδειγμα της εξαίρεσης των προσωρινών αρχείων είναι η περίπτωση των αρχείων cache που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια νόμιμης ακρόασης μουσικής σε μορφή ροής πληροφορίας. Αντίθετα, προσωρινά αντίγραφα που δημιουργούνται στο αρχείο σελιδοποίησης του λειτουργικού συστήματος κατά τη φόρτωση νομίμως αγορασμένης μουσικής ώστε να εφαρμοστούν μέθοδοι ΕΜΠ αποτελούν παράβαση όταν η εν λόγω χρήση είναι αντίθετη με τους όρους και συνθήκες της πώλησης [27], [49].
Μια ιδιαίτερα συχνή διαδικασία της ΕΜΠ είναι η μετατροπή των μουσικών δεδομένων από μια μορφή (format) σε άλλη καθώς από ένα τομέα (domain) σε άλλο. Η μετατροπή μορφής αναφέρεται στην περίπτωση που ένα δεδομένο αλλάζει εσωτερική αναπαράσταση ενώ διατηρεί την αρχική του λειτουργία. Έτσι, όταν μετατρέπεται ένα ασυμπίεστο αρχείο (λ.χ. wav) ηχογράφησης σε συμπιεσμένη έκδοση κατά τον αλγόριθμο mp3, τα περιεχόμενα του αρχείο αλλάζουν ωστόσο η αρχική και τελική λειτουργία του αρχείου εξυπηρετούν την ίδια λειτουργία, την αναπαραγωγή ήχων μιας ηχογράφησης. Ακολουθώντας την ίδια κατηγοριοποίηση, κατά τη μετατροπή ενός αρχείου συμβολικής μουσικής πληροφορίας από μορφή kern σε midi, παρά την πιθανή απώλεια πληροφορίας λόγω της μετατροπής, το τελικό αρχείο midi εξακολουθεί να περιέχει συμβολική αναπαράσταση του μουσικού έργου.
Στην περίπτωση της μετατροπής τομέα, το αρχικό μουσικό δεδομένο μετατρέπεται σε μια αναπαράσταση στόχο που, στη γενική περίπτωση, περιέχει μόνο χαρακτηριστικά στοιχεία του αρχικού δεδομένου και κατά συνέπεια έχει χάσει την αρχική του λειτουργία. Παράδειγμα αποτελεί η διαδικασία εξαγωγής χαρακτηριστικών που χρησιμοποιείται ευρέως στην ΕΜΠ κατά την οποία μια ηχογράφηση μετατρέπεται σε λ.χ. μια σειρά αριθμών που περιγράφουν ιδιότητες του σήματος εισόδου όπως το φασματικό κέντρο (spectral centroid) και οι μηδενικές διασταυρώσεις (zero crossings).
Κατά το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α. η μετατροπή μορφής ηχογραφήσεων, λ.χ. από αρχείο mp3 σε wav, περιλαμβάνει το δικαίωμα του ιδιοκτήτη όσο αφορά την αναπαραγωγή (Ενότητα 106(1), 114(b) [29]). Ακολούθως, η εκτέλεση τέτοιας δράσης υπόκειται σε έγκριση από τον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων. Επιπλέον, το μουσικό έργο που περιέχεται στην ηχογράφηση επίσης αναπαράγεται και κατά συνέπεια πιθανώς απαιτείται έγκριση και από τον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων του μουσικού έργου (Ενότητα 106(1), [29]).
Στο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας του Η. Βασιλείου, η μετατροπή μορφής, όπως και στο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α., εμπλέκει το δικαίωμα αναπαραγωγής του μουσικού έργου και της ηχογράφησής του [35]. Συνεπώς, απαιτείται έγκριση για τέτοια δραστηριότητα.
Κατά το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α. η μετατροπή τομέα, ακόμα κι όταν εκτελείται από ερευνητές της ΕΜΠ, είναι πιθανό να εμπίπτει στο δικαίωμα του ιδιοκτήτη για δημιουργία παράγωγων έργων (derivative works) όπως περιγράφεται στην Ενότητα 106(2), [29]. Σύμφωνα με τον ορισμό που παρέχει ο νόμος, η ευρεία ερμηνεία ενός παράγωγου έργου είναι το έργο εκείνο που προκύπτει από την αναδιατύπωση, μετατροπή ή προσαρμογή ενός αρχικού προστατευόμενου έργου (Ενότητα 101, [29]).
Δυστυχώς, το μέγιστο εύρος μεταβολών σε ένα προστατευόμενο έργο που θα διατηρεί τη θεώρηση πως το τελικό έργο είναι "αναδιατυπωμένο, μετασχηματισμένο ή προσαρμοσμένο" του αρχικού είναι αντικείμενο έντονης συζήτησης [47]. Ακολούθως, αν το αποτέλεσμα της μετατροπής τομέα μπορεί να θεωρηθεί ως παράγωγο έργο, τότε απαιτείται η έγκριση του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων. Όσο αφορά των ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων της ηχογράφησης, το δικαίωμα της προσαρμογής ορίζεται επακριβώς. Έτσι δεν απαιτείται έγκριση από τον ιδιοκτήτη εκτός για την περίπτωση που δημιουργείται παράγωγο έργο στο οποίο "οι πραγματικοί ήχοι που περιέχονται στην ηχογράφηση αναδιατάσσονται, ανακατεύονται (remix), ή με άλλο τρόπο αλλάζουν σε σειρά ή η ποιότητα" (Ενότητα 114(b), [29]). Συνεπώς, είναι απίθανο η μετατροπή τομέα να θεωρηθεί ως παράγωγο έργο όσο αφορά τις ηχογραφήσεις.
Αντίθετα με το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α. που παρέχει το δικαίωμα ελέγχου της δημιουργίας προσαρμογών και παράγωγων έργων [32]), το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας του Η. Βασιλείου ρητά προσδιορίζει το περιεχόμενο του δικαιώματος της προσαρμογής: χορηγεί στον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων το δικαίωμα να κάνει μια προσαρμογή του έργου καθώς και να επιτρέψει σε τρίτους να κάνουν μια προσαρμογή (Ενότητες 16(1)(e), 16(2), [30]), όπου η προσαρμογή ενός μουσικού έργου αναφέρεται σε " αναδιάταξη ή μεταγραφή" ενός μουσικού έργου (Ενότητα 21(3)(b), [30]). Ο ιδιοκτήτης των πνευματικών δικαιωμάτων των ηχογραφήσεων δε διαθέτει τέτοιο δικαίωμα. Εμφανώς, η μετατροπή τομέα είναι επίσης απίθανο να θεωρηθεί ως προσαρμογή προστατευόμενου μουσικού έργου ή ηχογράφησης ώστε να απαιτεί την έγκριση του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων.
Ωστόσο πρέπει εδώ να σημειωθεί πως η ανάγκη ή έλλειψή της όσο αφορά την έγκριση του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων δεν συνεπάγεται πως η πρόσβαση στα προστατευόμενα έργα μπορεί να έχει γίνει με παράνομο τρόπο. Επιπλέον, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι κάθε υπόθεση εξετάζεται βάσει των ιδίων πραγματικών περιστατικών και επί της ουσίας.
Η οπτικοποίηση των δεδομένων πηγάζει από τους βασικούς άξονες ανάκτησης πληροφορίας και εξόρυξης γνώσης της ΕΜΠ. Η οπτικοποίηση των δεδομένων προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία στην ανάδειξη κρυμμένων προτύπων και πληροφορίας συναφούς πλαισίου με οπτικό ερέθισμα και ταυτόχρονα επιτρέπει στους χρήστες την αναζήτηση πληροφορίας με τρόπο ιδιαίτερα διαισθητικό. Στο παρόν, η οπτικοποίηση αναφέρεται σε ένα ευρύ πλαίσιο απεικόνισης πληροφορίας που εκτείνεται από την παρουσίαση των περιεχομένων του μουσικού έργου, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών παρτιτούρων, έως τη δημιουργία διδιάστατων σχημάτων που περιγράφουν τις τιμές που προκύπτουν από δράσεις μετατροπής τομέα μιας ηχογράφησης όσο αφορά τη χρονική της διάσταση αλλά και τη δημιουργία σύννεφου συχνότερων ετικετών (tag cloud) που έχουν ανατεθεί σε μουσικό έργο με συσχέτιση μεγέθους γραμματοσειράς και συχνότητας εμφάνισης.
Στο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α., ο ιδιοκτήτης των πνευματικών δικαιωμάτων ενός έργου διατηρεί το δικαίωμα να παρουσιάζει δημόσια το έργο αλλά και να εξουσιοδοτεί τρίτους να το παρουσιάζουν (Ενότητα 106(5), [29]). Η παρουσίαση ενός έργου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην "παρουσίαση ενός αντίγραφου του έργου είτε άμεσα με μορφή φίλμ, διαφανειών, εκπομπής στην τηλεόραση είτε με όποια άλλη συσκευή ή μέθοδο επεξεργασίας"(Ενότητα 101(17), [29]). Όμοια, το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας του Η. Βασιλείου, παραχωρεί στον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων ενός έργου το δικαίωμα να εκτελεί, παρουσιάζει ή επιδεικνύει το έργο δημόσια αλλά και να εξουσιοδοτεί τρίτους να κάνουν τα ίδια (Ενότητες 16(1)(c) & 16(2), [30]). Ακολούθως, οποιαδήποτε οπτική αναπαράσταση προστατευόμενου έργου στο κοινό απαιτεί την έγκριση του ιδιοκτήτη των δικαιωμάτων (Ενότητες 19(2)(b) & 16(2), [30]). Εδώ πρέπει να τονιστεί πως, και στις δύο περιπτώσεις, είναι ο δημόσιος χαρακτήρας της δράσης που προκαλεί την προστασία πνευματικών δικαιωμάτων ενώ η αντίστοιχη πράξη για ιδιωτική χρήση δεν απαιτεί την αντίστοιχη έγκριση. Συνεπώς, οι δραστηριότητες της ΕΜΠ που εμπεριέχουν δημοσίευση, παρουσίαση ή επίδειξη προστατευόμενων έργων όπως παρτιτούρες/ ή βάσεις δεδομένων (που είναι προστατευμένες) απαιτούν έγκριση από τον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων.
Η δραστηριότητα αυτή αναφέρεται στην εφαρμογή μεθόδων και αλγορίθμων στα μουσικά δεδομένα με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων. Ο ορισμός της έχει αφεθεί οικειοθελώς γενικός ώστε να μπορεί να καλύψει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που, στα πλαίσια του δίκαιου πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν εμπίπτουν σε κάποιο συνήθη περιορισμό. Τέτοιες δραστηριότητες θα μπορούσαν να είναι ο προσδιορισμός κοινά επαναλαμβανόμενων τμημάτων σε παρτιτούρες διαφορετικών συγγραφέων, τον υπολογισμό των φυσικών ιδιοτήτων ενός σήματος ηχογράφησης ή την αρίθμηση των εμφανίσεων συσχετισμένων ετικετών με ένα μουσικό έργο σε μια ιστοσελίδα εικονικής εικονικής δικτύωσης.
Σύμφωνα με το παραπάνω ορισμό, η δραστηριότητα της εξόρυξης πληροφορίας και γνώσης είναι ιδιαίτερα απίθανο να προκαλέσει παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων στα έργα στα οποία εφαρμόζεται, δεδομένου πως η πρόσβαση στα μουσικά έργα έγινε με νόμιμη διαδικασία. Ωστόσο, όπως έχει αναφερθεί πολλάκις στο παρόν, κάθε περίπτωση κρίνεται βάσει των δικών της χαρακτηριστικών.
Μια πολύ συνήθης δραστηριότητα που επιτελείται στα πλαίσια της ΕΜΠ είναι η δημιουργία των ήχων που περιέχει ένα μουσικό δεδομένο. Η δράση αυτή επιτυγχάνεται με την εκτέλεση τόσο στην περίπτωση των ηχογραφήσεων όσο και στην περίπτωση με τις παρτιτούρες. Μεταξύ άλλων λόγων, η δραστηριότητα αυτή είναι υψίστης σημασίας για την επιβεβαίωση της ισχύς των αποτελεσμάτων των διαδικασιών της ΕΜΠ, με ενδεικτικό παράδειγμα την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων εύρεσης ομοιότητας.
Ο ιδιοκτήτης των πνευματικών δικαιωμάτων κατά των Η.Π.Α. διαθέτει το αποκλειστικό δικαίωμα για την εκτέλεση και την εξουσιοδότηση εκτέλεσης του έργου του στο κοινό (Ενότητα 106(4), [29]). Μια δημόσια εκτέλεση προστατευόμενου έργου περιλαμβάνει έννοιες όπως παράθεση, εξιστόρηση, απόδοση, εκτέλεση, χορευτική εκτέλεση ή απόδοση παράστασης σε μέρος ανοικτό για το κοινό ή σε όποιο μέρος έχουν συγκεντρωθεί επαρκώς περισσότερα άτομα επιπλέον του συνήθους οικογενειακού κύκλου και των κοινωνικών γνωριμιών τους (Ενότητα 101(17), [29]). Από τον προαναφερθέντα ορισμό είναι προφανές πως για να μπορεί να στοιχειοθετηθεί καταπάτηση από μια εκτέλεση πρέπει να γίνεται σε ευρύ κοινό αντίθετα με μια ιδιωτική. Έτσι, όταν ένα CD παίζει σε ένα κατάστημα, τότε το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης των μουσικών έργων που περιέχει καταπατάται. Αντίθετα, η εκτέλεση ενός προστατευόμενου τραγουδιού σε ένα ιδιωτικό περιβάλλον ή το τραγούδισμα ενός κομματιού στο προσωπικό δωμάτιο αποτελούν μια ιδιωτική εκτέλεση [46]. Όσο αφορά το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης ηχογραφήσεων, αυτό αναφέρεται στις δημόσιες εκτελέσεις που προέρχονται από διανομή ψηφιακού ήχου (Ενότητα 106(6), [29]).
Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας του Η. Βασιλείου παρέχει στον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων το αποκλειστικό δικαίωμα στην εκτέλεση και παρουσίαση του έργου αλλά και το δικαίωμα να εξουσιοδοτεί τρίτους για εκτέλεσης (Ενότητες 16(c) & 19, [30]). Ακολούθως, τόσο η μη εγκεκριμένη δημόσια εκτέλεση ενός τραγουδιού όσο και η δημόσια εκτέλεση μιας ηχογράφησης ισοδυναμούν με καταπάτηση των πνευματικών δικαιωμάτων του μουσικού έργου. Εδώ πρέπει να τονιστεί πως όμοια με το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α., είναι ο δημόσιος χαρακτήρας της εκτέλεσης που κάνει τη δραστηριότητα παράνομη [35]. Συνεπώς, εάν η εκτέλεση γίνεται στα πλαίσια ενός οικογενειακού περιβάλλοντος είναι ιδιαίτερα απίθανο να μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση του δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης. Με απλά λόγια, η έγκριση του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων δεν είναι απαραίτητη σε ιδιωτικές εκτελέσεις [38].
Σε ένα επεξηγηματικό παράδειγμα, ένας ερευνητής ΕΜΠ μπορεί να ακούσει ένα νομίμως αγορασμένο ψηφιακό μουσικό αρχείο ώστε να επιβεβαιώσει πως ο αλγόριθμος ομαδοποίησης συγκεντρώνει όμοια τραγούδια αλλά δεν μπορεί να φτιάξει μια δημόσια διαθέσιμη ιστοσελίδα που θα κάνει το ίδιο με χρήση τεχνικών crowdsourcing.
Η δημιουργία συνόλου δεδομένων αναφέρεται στη διαδικασία επιλογής μουσικών δεδομένων. Είναι μια δραστηριότητα ιδιαίτερης σημασίας για την ΕΜΠ καθώς αναιρεί το πρόβλημα των ερευνητών για την επιστημονική σύγκριση και αντιπαράθεση των μεθόδων τους. Έτσι, βάσει ενός κοινού σώματος μουσικών δεδομένων κάθε ερευνητής μπορεί να δοκιμάσει τις μεθόδους του και να παράγει χρήσιμες συγκρίσεις.
Με δεδομένη τη δημιουργία συνόλου δεδομένων, η διάχυση του συνόλου των δεδομένων είναι εξίσου σημαντική καθώς ένα σύνολο δεδομένων που παραμένει εκτός πρόσβασης των ερευνητών πλην του δημιουργού του αναιρεί τον προαναφερθέντα λόγο ύπαρξής του. Σε κάποιες περιπτώσεις οι ερευνητές που δημιούργησαν το σύνολο δεδομένων (λ.χ. uspop2002 [42]) επέλεξαν να μη συμπεριλάβουν, στο σύνολο αυτό, τις ηχογραφήσεις των μουσικών έργων και στη θέση τους να προσφέρουν τα αποτελέσματα υπολογισμών μετατροπής τομέα (domain conversion) όπως λ.χ. οι συντελεστές MFCC των ηχογραφήσεων. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως σε περιπτώσεις, όπως λ.χ. ο μετασχηματισμός Fourier ή ακόμα ο υπολογισμός των MFCC, οι μετατροπές τομέα προσφέρουν τη δυνατότητα επιστροφής στον αρχικό τομέα που περιέχει μουσικούς ήχους προς ακρόαση εις βάρος της απώλειας ποιότητας.
Οι ερευνητές της ΕΜΠ, όταν δημιουργούν ένα σύνολο δεδομένων με τη μορφή μιας βάσης δεδομένων (ακολουθώντας τους νομικούς ορισμούς για τη βάση δεδομένων όπως αναφέρονται στην Ενότητα 2.1.1, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους αν το υλικό που ενσωματώνεται στο σύνολο των δεδομένων προστατεύεται χωριστά από το νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων στις Η.Π.Α. και το Η. Βασίλειο αλλά και αν η δημιουργία τους παραβιάζει την προστασία πνευματικών δικαιωμάτων κάποιας άλλης βάσης δεδομένων όσο αφορά την επιλογή και διάταξη του υλικού που περιέχει (βλ. Ενότητα 2.1.1). Επιπλέον, δυνάμει του sui generis δικαιώματος που παρέχεται στις βάσεις δεδομένων από το δίκαιο του Η. Βασιλείου, οι ερευνητές ΕΜΠ, όταν δημιουργούν ένα σύνολο δεδομένων οφείλουν να απέχουν από την εξαγωγή και επαναχρησιμοποίηση ουσιωδών μερών περιεχομένων άλλων βάσεων δεδομένων καθώς και το ίδιο για επουσιώδη μέρη επαναλαμβανόμενα (βλ. Ενότητα 2.1.1).
Οι ερευνητές της ΕΜΠ, όταν εμπλέκονται στη διαδικασία διάχυσης ενός συνόλου δεδομένων που αποτελείται από υλικό που προστατεύεται ξεχωριστά στο διαδίκτυο, λ.χ. παρτιτούρες μουσικών έργων, πρέπει να διαθέτουν έγκριση από τον ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων καθώς η διάθεση προστατευόμενων έργων στο διαδίκτυο εμπίπτει στα δικαιώματα του ιδιοκτήτη για τα οποία μπορεί να εξουσιοδοτήσει τρίτους και στα δύο δίκαια (Ενότητες 106(3), [29] και 20, [30]).
Κλείνοντας, η δημοσίευση αποτελεσμάτων έρευνας, μια sine qua non δραστηριότητα της ερευνητικής διαδικασίας, επίσης εφαρμόζεται στα πλαίσια της ΕΜΠ και των αποτελεσμάτων της. Παρότι η συνήθης διαδικασία περιλαμβάνει τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων σε συνέδρια, ακαδημαϊκά περιοδικά και βιβλία, η φύση του ερευνητικού αντικειμένου στην περίπτωση της ΕΜΠ κάνει τη χρήση πολυμεσικών περιβαλλόντων για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων ιδιαίτερα αποδοτικότερη σε διάχυση. Έτσι, σε ένα απλοποιημένο παράδειγμα, η κατανόηση που θα προκύψει από την παρουσίαση αποτελεσμάτων όσο αφορά τη μουσική ομοιότητα με τη χρήση μιας ιστοσελίδας με συνδέσμους ακρόασης της επερώτησης και των αποτελεσμάτων της ξεπερνά κατά πολύ την απλή αναφορά μέσου βαθμού ομοιότητας ή ακρίβειας ανάκτησης.
Εδώ πρέπει να τονιστεί πως ερευνητικά αποτελέσματα με μορφή ακαδημαϊκών άρθρων μπορούν να αναφέρονται και σε άλλα προστατευόμενα έργα για κριτική ή άλλους στόχους έρευνας. Η συμπερίληψη όλου ή μέρους των έργων αυτών σε άρθρα απαιτεί την τήρηση των αντίστοιχων πνευματικών δικαιωμάτων τους.
Σύμφωνα με το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας των Η.Π.Α., η δημοσίευση ερευνητικών αποτελεσμάτων τα οποία περιέχουν μέρη που προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα πιθανώς συνεπάγεται καταπάτηση των πνευματικών δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη για αποκλειστική αναπαραγωγή και δημόσια διανομή του έργου του αλλά και να εξουσιοδοτήσει τρίτους να κάνουν το ίδιο (Ενότητα 106(3), [29]). Η διάθεση ερευνητικών αποτελεσμάτων στο ευρύ κοινό (λ.χ. στο διαδίκτυο) αποτελεί επίσης καταπάτηση των πνευματικών δικαιωμάτων καθώς η μετάδοση προστατευόμενου υλικού στο διαδίκτυο καταπατά το δικαίωμα διανομής του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων. Επεξηγηματικό παράδειγμα αποτελεί η δημοσιοποίηση ή διάθεση στο διαδίκτυο αποτελεσμάτων της ΕΜΠ τα οποία περιέχουν μέρη παρτιτούρας ή ηχογραφήσεων. Η δράση αυτή πρέπει να γίνεται με τη δέουσα προσοχή εξαιτίας των πνευματικών δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη καθώς όπως ήδη αναφέρθηκε η επίκληση της εξαίρεσης “fair use” χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
Παρόμοια, κατά το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας του Η. Βασιλείου, ο ιδιοκτήτης των πνευματικών δικαιωμάτων χαίρει αποκλειστικού δικαιώματος όσο αφορά την αναπαραγωγή και δημιουργία αντιγράφων του έργου του στο ευρύ κοινό αλλά και το δικαίωμα να εξουσιοδοτεί τρίτους για το ίδιο (Ενότητες 16(1)(a)-(b),17,18 [30]). Υποθέτοντας πως τα μέρη που περιλαμβάνονται στα ερευνητικά αποτελέσματα καταπατούν τα δικαιώματα προστατευόμενων έργων, τότε η χρήση των αποτελεσμάτων αυτών και η διάθεσή τους σε δημόσια χρήση είναι προφανής καταπάτηση του δικαιώματος διανομής του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων. Η διάθεση αποτελεσμάτων που περιλαμβάνουν μέρη που καταπατούν πνευματικά δικαιώματα σε ευρεία κλίμακα (λ.χ. στο διαδίκτυο) προκαλεί την παραβίαση του δικαιώματος του ιδιοκτήτη επικοινωνίας του έργου στο κοινό και του δικαιώματος να εξουσιοδοτεί τρίτους να κάνουν το ίδιο (Ενότητες 16(1)(d) & 20, [30]). Όπως προαναφέρθηκε, η υπεράσπιση βάσει της εξαίρεσης “fair dealing” δεν παρέχει με βεβαιότητα επεξήγηση όσο αφορά το σε ποιες περιπτώσεις είναι επικαλέσιμη και κατά συνέπεια η χρήση της απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή.